ρητίνωση

ρητίνωση
η, Ν
1. η προσθήκη ρητίνης, ιδίως σε οίνο
2. (φυτοπαθολ.) αφθονότερη από τη φυσιολογική έκκριση ρητίνης στα κωνοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητινώνω (πρβλ. αγγλ. resinosis < λατ. resina «ρητίνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”